Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

 







  << Είναι και αυτό που περπατάς και δεν ξέρεις τι θα σου φέρει η επόμενη στροφή,τι μαγαζιά θα ανακαλύψεις και τι καινούργιες φυσιογνωμίες θα δεις. Σου δημιουργεί πεταλούδες στο στομαχί,λες και είσαι ερωτευμένος αλλα με κάτι άγνωστο και απρόσωπο...Θες να τα γυρίσεις όλα.>> Αυτά σκέφτοταν η Ρεβεκκα καθώς περπατούσε στους δρομους του Cinque Terre στην ιταλική Ριβιέρα.
 Μόλις είχε φτάσει και ήταν ακόμα με τις αποσκευές στο χέρι και ένα χαρτάκι με την διεύθυνση του ξενοδοχείου,στο οποίο είχε κάνει κράτηση.
  Μια εβδομάδα πρίν, ηταν μόνη στο πατρικό της σπίτι στο Λονδίνο,και έπινε το αγαπημένο της τσάι,(πράσινο με  άρωμα ρόδου),καθισμένη στις ξύλινες καρέκλες στο μπαλκόνι της και ξεφύλιζε ένα περιοδικό με τουριστικούς προορισμούς.Κατευθείαν έπεσε το μάτι της στην στήλη με τις 10 καλύτερες περιοχές στην Ιταλία. Και να την τώρα,γεμάτη με την ασυγκρατοσύνη της να περιφέρεται στους δρόμους.τους οποίους πριν λίγο κοιτούσε μόνο στις εικόνες.


Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Απομνημονεύματα.

     




  Έχω το κακό μωρό μου, στο παραδεισένιο μου πλευρό.Το ξέρω οτι αν φύγω, Θα πεθάνω ευτιχισμένη απόψε. -Lana Del Rey


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΕΝ!

Κεφαλαιο 1ο

Προάστια Σκωτίας-1865


1.

 O Ρεν Σεπέλοβ καθόταν στην παλιά,δερμάτινη πολυθρόνα του , κοιτάζοντας απο το παράθυρο τις ορχιδεές που κατέκλιζαν την πίσω αυλή του σπιτιού του. Σκεφτόταν και αναπολούσε , με καταθλιπτικό ύφος , τις παιδικές αναμνήσεις που είχε σε αυτό το κτήσμα, τα τόσο στιγματικά και θλιβερά χρόνια. 
Θυμήθηκε την ημέρα που τους επισκέφθηκε ενας αγγελιοφόρος απο την Ρωσσία. Ήταν χειμώνας, έξω σουρούπωναι και ο καιρός φαινόταν έτοιμος να βρέξει. Αυτός, καθόταν στο δωμάτιο του και έπαιζε με ένα κουβάρι κιτρινιασμένου σπάγκου. Η μητέρα του, ονόματι Μάρτα, μαγείρευε στην κουζίνα, μαζί με την αξιάγαπητη γκουβερνάντα τους, την Ιρίν. Η ζεστή μυρωδιά της σούπας ανέβαινε ως πάνω στο δωμάτιο του. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα τόσο δυνατά, που το τραπεζάκι ,που βρισκόταν ακριβώς απο δίπλα, τραντάχτηκε.
-Ποιός να είναι τέτοια ώρα; Πήγαινε να ανοίξεις, σε παρακαλώ. Επέβαλε η μητέρα με μια φωνή δυσανασχετίας,αφού σχεδόν ποτέ δεν είχαν επισκέψεις απο τις 7 μ.μ. και μετά , και η ώρα ήταν ήδη περασμένες 9μ.μ. . Η Ιρίν έτρεξε κατευθείαν. Απο την κουζίνα ακούγονταν τα μουρμουρητά της με τον επισκέπτη και η κυρία κατάλαβε αμέσως οτι ο άντρας αυτός ήταν απεσταλμένος για τον σύζυγο της. Ευθύς έτρεξε και αυτήν να τον υποδεχθεί.
Αλλά μόλις τον είδε σαστισμένο, κατάλαβε το μεγάλο κακό που τους περίμενε. -Έχω να σας πω τραγικά νεά,κυρία μου,και λυπάμαι που θα τα μάθαιτε πρώτη απο εμένα! Είπε ο άντρας με σταθερή φωνή.-Τι συνέβη; Ρώτησε η Μάρτα, ενώ απο το μυαλό της περνούσαν, εκείνη την στιγμή,  χιλιάδες σκέψεις.-Χθες το βράδυ , ο συζυγός σας , και αξιότιμος στρατηγός μου κύριος Σεπέλοβ είχε ένα δυστύχημα καθώς γυρνούσε στην βάση του με την άμαξα. Κάποιοι κλέφτες , βλέποντας τους ευκατάστατους , τους λήστεψαν.Και μαζί μαχαίρωσαν όλους πάνω στην άμαξα.
Εκείνη την στιγμή έπεσε σιωπή σε όλο τον χώρο. Η μητέρα είχε μείνει σαν μαρμαρωμένο άγαλμα, λες και δεν είχε ακούσει τα λόγια του και προσπαθούσε να τα επεξεργαστεί στο μυαλό της.Μόνο τα δάκρυα της έτρεχαν στα μάγουλα της και στο στέρνο τους. Ο Ρεν δεν ήξερε τι γινόταν και τι να κάνει. Πρώτη φορά βρισκόταν σε μια παρόμοια θέση.Κάθονταν και κοιτούσε την μητέρα του, που ποτέ άλλοτε δεν την είχε αντικρίσει έτσι.
-Και υπάρχει και κάποιο άλλο πρόβλημα, κυρία μου.Είπε ο άντρας με σοβαρό ύφος μετά απο λίγα λεπτά.- Δεν μπορώ να σας βοηθήσω αυτήν την στιγμή,θα σας στείλω μια επιστολή να το συζητήσουμε.Είπε η κυρία Σεπέλοβ με χαμηλή φωνή ενώ το βλέμμα της ήταν ακόμα καρφωμένο στο κενό. -Όπως επιθυμείτε, και έχετε τα θερμά συλληπητηρία μου, είπε ο άντρας κάνοντας μια μεγάλη υπόκλιση και έφυγε ευθύς για την άμαξα του.
Για πολλές μέρες το σπίτι ήταν σαν νεκρομένο. Ο Ρεν δεν είχε μιλήσει καθόλου στην μητλερα του, αφου ήταν ολημερίς και οληνυχτίς , κλειδωμένη στην κρεβατοκάμαρα της. Μετά απο εβδομάδες μαθεύτηκε η είδηση , ότι ο Σεπέλοβ τους είχε αφήσει ολόκληρα χρέη. Και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να φύγουν.
Ο Ρεν θυμήθηκε την σκληρή δουλειά που αναγκαζόνταν να κάνει, έως την ηλικία των 19 χρόνων του, ώστε να μπορέσει να βοηθήσει την μάνα του να τα βγάλουν πέρα και να έχουν έστω ένα κομμάτι ψωμί.

2.

Με δάκρυα στα μάτυα, αναστέναξε βαθιά και σηκώθηκε όρθιος. Περπατώντας στο δωμάτιο και εξετάζοντας κάθε σπιθαμή, του έρχοταν όλες οι αναμνήσεις , μία - μία. Όλα αυτά του έφεραν μια παράξενη ζαλάδα. 
22 χρόνια αργότερα , αυτήν ήταν η πρώτη φορά που γύριζε πίσω. Με την δουλειά που έκανε πλέον , είχε γίνει ένας μεγαλογιατρός, και μπόρεσε και πήρε το σπίτι του απο την τράπεζα.
Όλα του φαίνονταν ίδια , με εξαίρεση ,τα μουχλιασμένα και φαγωμένα απο σκοόρους , έπιπλα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι υγρασία και είχαν μια πρασινόμορφη όψη πλέον. <<Χρειάζεται επειγόντως αλλαγή το μέρος>> σκέφτηκε, καθώς έβγαινε απο την μπροστινή πόρτα, για να δει με ποιον τρόπο να αξιοποιήσει την γύρω χώρα.
Έξω άρχισε να σκοτεινιάζει , και υπέθεσε οτι ήταν καιρός να φυγεί και ήταν έτοιμος για το επόμενο πρω'ι'νό που θα ξαναγυρίσει πίσω στις αναμνήσεις του.